Με τη πάροδο του χρόνου οφείλω να ξεκαθαρίσω στον κάθε αναγνώστη του άρθρου αυτού πώς κάθε τι γνώριμο και αγαπημένο ,εδώ και 29 συναπτά έτη, με τους συγκεκριμένους τροβαδούρους πάντοτε θα υποβόσκει ο κίνδυνος ,ότι κάθε συζήτηση για τους αδερφούς Κατσιμίχα να κινδυνεύει για μένα κυρίως, να φτάσει στα όρια της φαντασίωσης. Ίσως γιατί αυτοί οι δύο, μου ή μας ταίριαξαν από τα πρώτα εφηβικά χρόνια, κάποια σύμβολα-τραγούδια συντροφιά έως το σήμερα.
Τραγούδια για τη
σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού,
με τρόπους ζωής κοντά στο
χείλος του γκρεμού, ένα κολλάζ ανεκπλήρωτων
ερωτικών πόθων, και επιπλέον μαζί με όλα
αυτά , μια χαρμολύπη για τη «ξύλινη» επανάσταση
που απότυχε, προϊόν περασμένης δεκαετίας
και είχε λιμνάσει τα ύδατα.
Μέσα σε αυτές λοιπόν τις συνθήκες οι αδερφοί Κατσιμίχα πρωτοεμφανίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 80, καρτερικά υπομένοντας την ευκαιρία (στην περίπτωσή τους, τη βοήθεια μιας εμβληματικής μορφής του ελληνικού τραγουδιού, του Μανώλη Ρασούλη, ελαφρύ να ναι το χώμα που τον σκεπάζει), και πάνω από δεκαετία να αποτυπωθεί είναι ένας λόγος στιβαρός και απτός , χωρίς φτιασιδώματα και στόμφο.
Η μουσική τους αν και δεν μπαίνει σε μια προκαθορισμένη φόρμα,και γιαυτό είναι άξιοι συγχαρητηρίων γιατί ,το ίδιο πράττουν ως τις μέρες μας,εντούτοις διακρίνεται το πάθος τους για το ρόκ απ την άλλη όχθη του Ατλαντικού,το φόλκ και φυσικά,το ρεμπέτικο ,που βράζει και στων δύο το αίμα ,και χρησιμεύει ως επίλογος στο τραγούδι,μπαλάντα για το Φάνη.
Μέσα σε αυτές λοιπόν τις συνθήκες οι αδερφοί Κατσιμίχα πρωτοεμφανίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 80, καρτερικά υπομένοντας την ευκαιρία (στην περίπτωσή τους, τη βοήθεια μιας εμβληματικής μορφής του ελληνικού τραγουδιού, του Μανώλη Ρασούλη, ελαφρύ να ναι το χώμα που τον σκεπάζει), και πάνω από δεκαετία να αποτυπωθεί είναι ένας λόγος στιβαρός και απτός , χωρίς φτιασιδώματα και στόμφο.
Η μουσική τους αν και δεν μπαίνει σε μια προκαθορισμένη φόρμα,και γιαυτό είναι άξιοι συγχαρητηρίων γιατί ,το ίδιο πράττουν ως τις μέρες μας,εντούτοις διακρίνεται το πάθος τους για το ρόκ απ την άλλη όχθη του Ατλαντικού,το φόλκ και φυσικά,το ρεμπέτικο ,που βράζει και στων δύο το αίμα ,και χρησιμεύει ως επίλογος στο τραγούδι,μπαλάντα για το Φάνη.
Είναι στιβαρός γιατί οι δημιουργοί του επένδυσαν με περίσσιο ρομαντικό θράσος, ας μου επιτραπεί ο όρος, να σκιαγραφήσουν την ιδιαιτερότητα της γεωγραφικής τους καταγωγής, ,μια γειτονιά των νότιων προαστίων της Αθήνας, όπου ο νέος άνθρωπος της μεταπολίτευσης προσπαθεί να ανοίξει δίαυλους επικοινωνίας σε μια ιδιάζουσα κοινωνία λόγω των πολιτικών αντιπαραθέσεων αλλά και της χούντας.
Απτός,γιατί επιτέλους δημιουργείται ένας λόγος στο τραγούδι,που να περιγράφει τόσο εύστοχα συναισθήματα και βιωματικές καταστάσεις όπως ο τεράστιος, Βοb Dylan (ίσως να αποτέλεσε,
ο υπέρτατος εμπνευστής της θεματικής τους έως τότε, άς μου επιτραπεί η υπόθεση) στο μεγαλύτερο κομμάτι του ρεπερτορίου του (ενδεικτικά αναφέρω τα The Times They are A-Changing (1964), Highway 61 Revisited (1967), Hurricane (1975) κύρια με το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου,όχι τόσο με τα υπόλοιπα), μπορεί να παραλληλιστεί μουσικά αλλά και θεματολογικά με την οπτική των δίδυμων δημιουργών, Παίξε βραχνή μου φυσαρμόνικα, Προσωπικές οπτασίες, Τις Κυριακές από παιδί τις σιχαινόμουνα, μπαλάντα για τον Φάνη (περιγράφοντας για πρώτη φορά με ελληνικό στίχο την αδιέξοδη πορεία ενός νέου,του Φάνη, του οποίου το τραγικό τέλος περιγράφεται με ένα τρύκ, τόσο φωτεινά υπερρεαλιστικό,(Ρεφρέν) Δυό χρόνια είχα να σε δώ και σε συνάντησα ξανά μια Κυριακή, κερνούσες ούζα και κονιάκ στο καφενείο και τα καλά σου φόραγες σαν νάτανε γιορτή (ξεπέρασμα του τραγικού γεγονότος με την εννοιολογική χρήση της λέξης γιορτή). Εδώ η έννοια του χρόνου και του τόπου είναι σε διαρκή εναλλαγή. Έτσι η ποίηση γίνεται απτή και προσβάσιμη αποθεώνοντας ουσιαστικά όλο το άλμπουμ, το οποίο αποτέλεσε το σκαλοπάτι για την αλλαγή μελέτης και θεματικών αναζητήσεων πολλών δημιουργών από εκείνο το σημείο και μετά.
Ακόμη και το μοναδικά ανέμελο, Ρίτα Ριτάκι, το οποίο γράφτηκε με αφορμή τον ήχο ενός παιδικού αρμόνιου Casio και παραπέμπει στο αμερικάνικο twist της δεκαετίας του 50, σε τελευταία ανάλυση απογείωσε το δίσκο δίνοντας μια εύθυμη χροιά σαν μια βροχή σε ένα στέρφο τοπίο.
Είναι ηλίου φαεινότερο πως παράλληλα με τις μουσικές καταβολές των δημιουργών αναπνέει ένας λόγος ελκυστικός, αρκετά μελαγχολικός, ασυνήθιστος για την συγκεκριμένη εποχή, ο οποίος μιλάει για τις ιδιαιτερότητες και εφάπτεται τρόπον τινά, με το σκοτάδι, τις χίμαιρες, τη κουλτούρα των ναρκωτικών (drug culture) να κινδυνεύσει να βραχυκυκλώσει. Απεναντίας, ήρθε για να μπολιάσει και να μπολιαστεί στις συνειδήσεις, όσων πιστών είχαν ευερέθιστα ώτα.
Το πρώτο τους λοιπόν άλμπουμ, με τίτλο, Ζεστά Ποτά (1985), αποτέλεσε το εφαλτήριο σε πολλούς μελετητές και ερμηνευτές, που διαθέτουν διευρυμένη σκέψη να αρχίσουν να ρίχνουν κλεφτές ματιές στο ρεμπέτικο, στο μπλούζ,στη παγκόσμια φόλκ, και επί του προκειμένου, να αποενοχοποιήσουν κάθε λογής κατηγοριοποίηση της μουσικής, που οδηγεί σε κατηγορίες όπως έντεχνο-άτεχνο ( αδόκιμος όρος ).
Κλείνοντας οφείλουμε να επαναλάβουμε
μια προ ετών δήλωση του Χάρη Κατσιμίχα
ότι ο κόσμος πιά καλόμαθε
και δεν αποστρέφει το πρόσωπό του αν ακούσει
μια εισαγωγή ουσάκ παιγμένη από κιθάρα
ή μπουζούκι, ή αν η δική μου η μανιέρα, η
εμμονή, καλύτερα, να παντρεύω τη μουσική
μου με τον ποιητικό λόγο άλλων επιφανών
δημιουργών (Aνδρέα Εμπειρίκου, Ρίτας Μπούμη-Παππά, Λένας
Παππά, Αργύρη Χιόνη, Nίκου Καββαδία., κλπ ).
Ως μορφή επιλόγου σας παραθέτουμε για δική σας χρήση και περαιτέρω ανάλυση, αν εσείς το νομίζετε ολόκληρο το ποίημα Υπόγειο (Ρίτα Μπούμη - Παππά), το οποίο με κάνει να νιώθω ευτυχισμένο ζωντανό, ακόμη…
Τους ήλιους δεν εμέτρησες
Που σε ζητήσαν τόσα χρόνια
Πούσαι γυναίκα με τα γαλάζια τσίνορα.
Σ’έκρυψε στο φουστάνι της
Η μαραμένη κοπέλα
Πέντε χειμώνες σέθαψαν
Σε χιόνι λασπερό.
Μεγάλη νυχτερίδα τρέφεται
Απ’τη νιότη σου γιαυτό νωρίς βραδιάζει
Πριν χορτάσεις,
Το μεσημέρι καίει στα ψηλά
τα δώματα
Το κύμα του ξανθό λούζει τους δρόμους.
Πεθαίνεις με τους ποιητές
κάθε ηλιοβασίλεμα
Τα χέρια σου μυρίζουν απ
τα μαλλιά τους
Χτυπάει η καμπάνα που δεν
πιστεύεις πιά
Σε ξένη αυλή συνομιλείς με
το φεγγάρι.
Σούφερε ο Μυλόζ φέτος την άνοιξη
Την πείνα σου ποιος άλλος
μπορούσε να νοιαστεί
Φουρτούνιασε τη γειτονιά το
φιλντισένιο αμάξι του
Γίνου όμορφη,γίνου όμορφη στα περιβόλια
θα σε δείξει.
Έχεις ένα χαμόγελο από μαργαριτάρια
Ψαράδες σικελοί στο ταίριασαν
να το φοράς,
Ψάξε και βρές το πρίν σε κλείσει
η νύχτα
Σε ένα υπόγειο βαθύτερο από
τούτο…..
Παραδοχές: Περιοδικό Δίφωνο,
Δίσκος: Ζεστά Ποτά
Δίσκος: Ζεστά Ποτά
Κείμενο: Αλέξης Μιχαηλίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου