Ο Ρεμπώ στην Καλάρη!
Συνέντευξη του Γιώργου Χριστιανάκη για το άλμπουμ του «Μια εποχή στην κόλαση»
«Μη φέρεις τον Μάρκο, γιατί
θα γαβγίζει και θα με δυσκολέψει στην απομαγνητοφώνηση». Δέχεται,
κλείνω το τηλέφωνο, φιξάρω το ραντεβού μας για την επόμενη μέρα και 24
ώρες μετά τον περιμένω στο μπαρ «The Residents», «μεσημεράκι στις
δωδεκάμισι, για να μου πεις όλα τα σχετικά με τον Αρθούρο Ρεμπώ, τα 140
χρόνια που πέρασαν, αλλά το “Μια εποχή στην κόλαση” που μελοποίησες σε
διπλό σιντί ξέρω πως σε τυραννάει από τα μέσα της δεκαετίας ’80» .
Ο Γιώργος Χριστιανάκης μπαίνει στο μπαρ χωρίς να με
στήσει ούτε λεπτό, παραγγέλνει καπουτσίνο, αρχίζουμε να συζητάμε επί του
θέματος ανταλλάσσουμε αναμνήσεις για τη Θεσσαλονίκη όπως τη ζήσαμε από
κοινού τον περασμένο αιώνα.
Τις φετινές γιορτές τον έλιωσα το διπλό δίσκο του
για τον Ρεμπώ. Και τον προσκύνησα για άλλη μια φορά αυτόν τον κύριο.
Παρένθεση: Στη Θεσσαλονίκη είναι πολύ δύσκολο την ίδια ώρα που είσαι
φίλος με κάποιον, τρακάρετε στις βόλτες ή στα μπαρ, να αντιλαμβάνεσαι
ταυτόχρονα και το καλλιτεχνικό του μεγαλείο, την ανωτερότητά του, να
μπορείς να ξεχωρίζεις το φίλο από το δημιουργό. Να τον τιμάς, δηλαδή,
ασχέτως αν είναι κομμάτι της καθημερινότητάς σου ο τύπος που ανταμώνεις.
Σε αυτή την πόλη όλοι πρέπει να είναι στο ίδιο ύψος λέει ο κανόνας, αν
θέλεις να επιβιώσεις. Όμως η περίπτωση Χριστιανάκη είναι από τις λίγες
όπου και ο πιο μπαγιάτης και κακόπιστος όχι μόνο μετράει τα λόγια του
αλλά και τον παραδέχεται ως σχέδιο από άλλο πλανήτη.
Ξεκινάει η συνέντευξη. «Διάβασα Ρεμπώ πρώτη φορά
στα 21 με τρόπο πλάγιο, εντελώς μετεφηβικά, γοητευμένος κι εγώ από τη
μυθολογία του καταραμένου περιθωρίου. Δεν περνούσε από το μυαλό μου πως ο
τύπος αυτός ίπτατο πάνω από το συμβολισμό και το ρομαντισμό, τους
μπίτνικ, το πανκ, το ρεαλισμό, και όλα αυτά που θα ανακάλυπτα αργότερα
ωριμάζοντας. Το ’84 μου μπήκε στο μυαλό να τον μελοποιήσω και άρχισα να
το κάνω σαν εσωτερική άσκηση για μένα πιο πολύ. Τέσσερις φορές έγραψα κι
έσκισα παρτιτούρες μέχρι τον Φεβρουάριο του 2011, που μπήκα στο
στούντιό μου και, όταν βγήκα τον Απρίλιο, το είχα ολοκληρωμένο. Μετά
άφησα το μέσα μου αλλά και τις παρτιτούρες να καταλαγιάσουν, μέχρι να το
πάρω απόφαση πως ήμουν έτοιμος να το δισκογραφήσω. Όλες αυτές τις
δεκαετίες μπόρεσα να αποκωδικοποιήσω κάποια πράγματα από το έργο του και
το αυτόφωτο της ύπαρξής του σε μια εποχή όπου στάθηκε ενδιάμεσος στην
πάλη της εκκλησίας εναντίον της επιστήμης, του καινούργιου δαίμονα. Με
ξελαμπίκαρε η μετάφραση του Λιοντάκη, που τον προσέγγισε εξαιρετικά
καταφέρνοντας να αναπλάσει τις άπειρες εικόνες του. Επιτέλους ο
αναγνώστης διαβάζει το έργο και τον ποιητή αντί για το μεταφραστή μέσα
από τον ποιητή, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές με τις
μεταφράσεις. Είναι η πιο αυστηρή δουλειά που έχω κάνει ως τώρα. Όταν οι
μουσικοί μπήκαν στο στούντιο δουλέψαμε πάνω σε ένα απόλυτα ελεγχόμενο
πλαίσιο, αν και παρόλο το σφιχτό του πράγματος η κλάση τους αλλά και η
εμπιστοσύνη από πλευράς μου τους επέτρεψε να κινηθούν αυτοσχεδιαστικά.
Ως προς το κομμάτι της απαγγελίας και θέλοντας από την αρχή κάτι λιτό
και δωρικό ήταν αναπόφευκτο αυτόν το ρόλο να τον αναθέσω στον Γιάννη
Αγγελάκα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου