Καλά Χριστούγεννα - Mια αληθινή ιστορία που η «επίσημη» ιστορία ξέχασε.
Σαν βαρύ κατάλευκο πέπλο απλώνεται το χιόνι ως πέρα μακριά στον ορίζοντα. Το κρύο που με σύμμαχο του την υγρασία έρχεται να διαπεράσει το κορμί ίσαμε το μεδούλι του καθενός σ’αυτόν τον τόπο, μουδιάζει το σώμα και λυγίζει τη διάθεση για ο,τιδήποτε με τούτο τον καιρό. Ο άνεμος που πότε λυσσομανά, πότε καταλαγιάζει, συνεχίζει με τα παράξενα σφυρίγματα του τις δικές του διαδρομές. Η φύση όλη σα να κοιμάται, θαμμένη κάτω από κείνο το πέπλο, συνεχίζει αθόρυβα τη μυστική ζωή της καθώς όλα τα πλάσματα-δέντρα, λουλούδια, ζώα-περιμένουν ξανά την ώρα της άνοιξης να βγουν στο φως του κόσμου. Πόσο ήσυχο αλήθεια είναι τούτο το τοπίο ώστε με την εικόνα του και μόνο νά’ναι έμπνευση για όποιο ζωγράφο θέλει να ζωγραφίσει το χειμώνα. Μα να, κάπου-κάπου προβάλλουν κάτι φιγούρες πότε δώ, πότε κει κι ύστερα χάνονται ξανά μέσα στο χιόνι που το στροβιλίζει αδιάκοπα ο αέρας με κείνα τα ξεσπάσματα του. Δεν είναι ζώα, ούτε δέντρα, μα άνθρωποι. Τι να γυρεύουν όμως τόσοι σ’αυτήν την ερημιά μέσα στο χειμώνα; Μήπως είναι ξυλοκόποι που ήρθαν να εφοδιαστούν ξανά με ξύλα από κάποιο κοντινό δάσος και συνάμα να δώσουν με τούτα ζεστασιά στα σπίτια τους και τους γύρω τους; Μα, όχι, είναι πολλοί για κάτι τέτοιο. Έχουν και όπλα. Τότε θά’ναι κυνηγοί, μα και για τούτο είναι πολλοί. Πότε-πότε ακούγεται μια κανονιά σε κείνο το τόσο ήσυχο καθώς φαίνεται τοπίο, κάποιες σφαίρες κροταλίζουν, κάτι φωνές ακούγονται κι ύστερα πάλι ησυχία. Ησυχία ώσπου κάτι άλλο να φέρει σε κείνο τον αέρα νέους θορύβους σαν αυτούς που ακούστηκαν πριν. Κι οι άνθρωποι;
Να κι οι άνθρωποι, χωμένοι σε κάτι λαγούμια σαν τα ζώα του βουνού και του δάσους πού’ναι σε χειμερία νάρκη τούτο τον καιρό. Ντυμένοι όλοι τους σαν κρεμμύδια για ν’αντέχουν το κρύο του χειμώνα, είναι δώ απο μήνες πριν, απ’το καλοκαίρι ζώντας με τούτου του τόπου τα χρώματα το πέρασμα της φύσης απ’το καλοκαίρι στο χειμώνα. Τσουχτερό το κρύο, μα αυτούς δεν τους νοιάζει ίσως τόσο τούτο, όσο αυτός ο πόλεμος που ήρθε ξαφνικά να τους αλλάξει τη ζωή παίρνοντας τους μακριά απ’την ησυχία του σπιτιού τους και δίνοντας τους τόσο απλόχερα μοναξιά, θλίψη και στέρηση ανακατωμένα με τον πόνο του θανάτου. Στρατιώτες αυτοί, άλλοι νέοι, άλλοι μεγαλύτεροι, παντρεμένοι-ανύπαντροι, μα για όλους ίδιος είν’ο πόνος. Πολεμούν για την πατρίδα κι ο καθένας για ό,τι θεωρεί εθνικό ιδανικό. Απ’τη μία οι Γάλλοι και πλάϊ τους οι σύμμαχοι τους οι Άγγλοι κι απ’την άλλη οι Γερμανοί στο μέτωπο ενός πολέμου κάπου εκεί στη Δυτική Ευρώπη. Οι τρεις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης, στην αρχή του αιώνα, λογαριάζουν την ισχύ τους κι αφού βρήκαν η καθεμιά εχθρούς και συμμάχους, ανάλογα με τα συμφέροντα τους, αναμετρώνται τώρα στο μέτωπο ενός πολέμου που για χρόνια τον έλεγαν «μεγάλο» ίσαμε νά’ρθει ένας άλλος μεγαλύτερος ακόμη κι έτσι να ματώσει ο κόσμος όλος τούτο τον αιώνα. Τι κι αν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, τούτη η γιορτή που στο τέλος της χρονιάς, μες το καταχείμωνο φέρνει την άνοιξη του κόσμου με του Χριστού τη γέννηση και τον ερχομό του Θεανθρώπου στη ζωή της οικουμένης; Ο πόλεμος είναι πόλεμος και σαν πρέπει να γίνει, θα συνεχιστεί όπως και νά’χει.
Οι μέρες περνούν και καθώς ζυγώνει εκείνη της γιορτής, όλο και κάτι γίνεται στα τρία στρατεύματα για να χαρούν λίγο κι όσοι πολεμούν, αξιωματικοί και στρατιώτες, μα ό,τι γίνεται, είναι για την κάθε μεριά και μόνο δίχως να φαντάζεται κανείς τι θ’ακολουθήσει. Χριστούγεννα και στολισμοί, χαρές και τραγούδια για τους Γάλλους-όσο μπορούν να τά’χουν και μόνο γι’αυτούς. Χριστούγεννα, ευχές, κεράσματα και μια ανάταση για τους Άγγλους που στο πλάϊ των Γάλλων πολεμούν εδώ και μήνες κι ο νους εκείνων που δεν είναι κιόλας Άγγλοι, μα Σκωτσέζοι τρέχει στην μακρινή κέλτικη πατρίδα με τα ψηλά βουνά, τα βαθύσκια δάση και τα θαλασσόδαρτα ακρογιάλια νοσταλγώντας γονείς, συγγενείς, γείτονες, γνωστούς και φίλους. Χριστούγεννα και για τους Γερμανούς που χαίρονται κι εκείνοι με τους δικούς τους στολισμούς και τα τραγούδια αφήνοντας το νου να τρέξει στα χωριά και τις πολιτείες που άφησαν για τούτο τον πόλεμο. Και να, φτάνει η παραμονή της μεγάλης μέρας που σαν βραδιάσει σημάνει κιόλας τον ερχομό της επομένης. Χαρούμενοι τώρα ο καθένας στη μεριά του γιορτάζουν τούτη τη γιορτή και τη μεγάλη μέρα τρώγοντας, πίνοντας και τραγουδώντας. Να λοιπόν που ακόμα κι ο πόλεμος είναι δυνατόν να σταματήσει σαν οι άνθρωποι γιορτάζουν κάτι τόσο μεγάλο, κάτι πιο δυνατό απ’τα όπλα, όπως τη Γέννηση Εκείνου που ήρθε να φέρει την ειρήνη, όντας ο Ίδιος αγάπη, ειρήνη και φιλία. Μα ακόμα τούτος ο εορτασμός είναι εθνικός, πατριωτικός και συνάμα κάπως οικογενειακός γι’αυτούς τους στρατιώτες, όχι κάτι παραπάνω.
Μουσική! Είναι δυνατόν να λείπει η μουσική απ’όλες του κόσμου τις γιορτές; Ούτε απ’τις πένθιμες δε λείπει, πόσο μάλλον απ’τις ελπιδοφόρες και χαρούμενες. Εκείνοι οι Σκωτσέζοι με τις γκάϊντες απ’τη μακρινή πατρίδα φέρνουν κάτι απ’τον τόπο τους σε τούτο το μέτωπο τούτη τη νύχτα της χαράς. Παίζει η μουσική, τραγουδούν κι εκείνοι και συνάμα τρωγοπίνουν, γελούν κι αστειεύονται κι ο νους όλο και τρέχει στα μακρινά της Σκωτίας μέρη στη Βόρεια Βρετανία. Η μουσική όμως είναι νερό που όσο κι αν κυνηγιέται ποτέ δε σταματά. Μιλάει στην ψυχή και την καρδιά του καθενός κι αλλάζει αμέσως ή αγάλι-αγάλι τ’ανθρώπου τη διάθεση. Έτσι και τώρα η μουσική δε σταματά στα σύρματα, στους σκοπούς, στις φρουρές και τα φυλάκια. Μήτε φοβάται τα όπλα, τα βόλια και το βλοσυρό ύφος εκείνων που συνέχεια διατάζουν και για πόλεμο μιλάνε. Η μουσική πάει παντού κι είναι μια γλώσσα παγκόσμια. Αγκαλιάζει εχθρούς και φίλους. Και να, καθώς περνούν της νύχτας τούτης οι στιγμές, απλώνεται ξανά σα νερό η μουσική κι έρχεται και πάλι να ζεστάνει τις ψυχές τις παγωμένες απ’το κρύο, μα και το μίσος του πολέμου και το φόβο του θανάτου. Φτάνουν στ’αυτιά των Γερμανών των Σκωτσέζων τα γκαϊντίσματα κι εκείνοι απαντούν με την «Άγια Νύχτα», τούτο το άσμα που ήταν κιόλας γνωστό στο γύρισμα του χρόνου απ’τον παλιό αιώνα στον καινούργιο. Οι φωνές εκείνων των φαντάρων στέλνουν, αντάμα με τον βραδινό αέρα, τους στίχους αυτού του τραγουδιού που ενώνει όλο το χριστιανικό κόσμο, να φωτίσει σαν άλλο άστρο της Βηθλεέμ τον ουρανό τούτου του τοπίου, μα και τις καρδιές όλων αυτών που τόσους μήνες τώρα ζουν δίχως τη χαρά του σπιτιού και την παρουσία όσων αγαπάνε. Ο χρόνος συνεχίζει να κυλά αντάμα με τη μουσική που δίνει και παίρνει ανάμεσα σε κείνα τα χαρακώματα, τα λαγούμια του φόβου, που τούτη τη νύχτα καθώς φαίνεται γίνονται επάλξεις της ειρήνης. Στο μεταξύ μπαίνουν και οι Γάλλοι σε τούτο το απρόβλεπτο παιχνίδι της φιλίας και ιδού πώς η μουσική γίνεται γέφυρα που ενώνει τους λαούς. Τώρα πια κείνοι που πριν λίγο ήταν εχθροί, με κείνο το λάλημα της μουσικής που ξύπνησε μέσα τους κάτι απ’όταν ήτανε παιδιά, γίνονται φίλοι και δίνουν τα χέρια σαν παλιοί γνώριμοι. Η ουδέτερη ζώνη μεταξύ των αντιμαχομένων δε χωρίζει πια εχθρικά στρατόπεδα, μα γίνεται δρόμος που οδηγεί σε μια άλλη ζωή με νέες γνωριμίες και φιλίες. Οι ώρες περνούν και μαζί με τη μουσική που είναι πάντα η αυθόρμητη γλώσσα της καρδιάς, οι άνθρωποι ανταλλάσουν εμπειρίες, αναμνήσεις, βιώματα, ενώ κατά τα ξημερώματα της άλλης μέρας, τότε που γεννήθηκε ο Χριστός, ενώνονται όλοι σε μια προσευχή με τον πόθο της ειρήνης.
Την άλλη μέρα οι αξιωματικοί των στρατών βρίσκουν το χρόνο να κάνουν μια συμφωνία για την ταφή των νεκρών της κάθε πλευράς. Έτσι, εκείνο το πρωινό της 25ης Δεκεμβρίου του 1914, ο κάθε στρατός βοηθά τον άλλο να θάψει τους νεκρούς του. Γίνεται λοιπόν και μ’αυτό τον τρόπο μέρα συμφιλίωσης η γιορτή των Χριστουγέννων καθώς με τούτη τη βοήθεια στην ταφή είναι σαν να ζητούν συγνώμη οι μεν από τους δε για ό,τι θλίψη και πόνο έφεραν σ’όλους εκείνοι οι σκοτωμοί. Συνάμα το κέφι της προηγούμενης νύχτας δεν έχει ξεχαστεί αφού τώρα οι φαντάροι-Γάλλοι και Σκωτσέζοι από τη μία και Γερμανοί από την άλλη-παίζουν ποδόσφαιρο, εκεί στην πρώτη γραμμή με τέρματα και δίχτυα από κράνη και συρματοπλέγματα. Οι μέρες περνούν και οι φαντάροι αρνούνται να συνεχίσουν εκείνο τον αδυσώπητο πόλεμο, αφού αυτό θα σήμαινε να στρέψουν τα όπλα τους εναντίον των φίλων τους. Και τότε είναι που επεμβαίνουν οι κυβερνήσεις και τα επιτελεία των αντιμαχομένων χωρών και διατάσσουν τη συνέχεια του πολέμου. Ο πόλεμος ξαναρχίζει και οι όποιες ελπίδες για ειρήνη-παρά τον τόσο αυθορμητισμό εκείνων των φαντάρων-εξανεμίζονται με τις πρώτες ειδήσεις για νέες συμφορές και καταστροφές από το μέτωπο. Τέσσερα χρόνια θα κρατήσει αυτή η ιστορία ώσπου επιτέλους να τελειώσει το ’18. Κι απ’όσους έζησαν τότε ποιός αλήθεια θα φανταζόταν πως είκοσι τόσα χρόνια μετά θ’ακολουθούσε ένας άλλος πόλεμος, πιο σκληρός ακόμη και ανελέητος, από κείνο τον πρώτο; Μάλλον κανείς. Όμως και κανείς απ’όσους έζησαν εκείνα τα γεγονότα δεν θα ξέχναγε τη συμφιλίωση των Χριστουγέννων του 1914 καθώς και τη συμβολή της μουσικής στο συναρπαστικό αυτό συμβάν της ιστορίας που θέλησαν κάποιοι να ξεγραφτεί απ’τη μνήμη του κόσμου, μα με το γύρισμα του χρόνου αποκαλύπτεται σαν παλιό τραγούδι, σαν ξεχασμένη παρτιτούρα ή ακόμα σαν ένα παράξενο παλιό όργανο στη γνώση της ανθρωπότητας.
Κείμενο:
Θεόδωρος Σκάνδης
I'm Dreaming of Home (Hymne des Fraternises) - Joyeaux Noel soundtrack
Lyrics -Στίχοι:
I hear the mountain birds
The sound of rivers singing
A song I've often heard
It flows through me now
So clear and so loud
I stand where I am
And forever I'm dreaming of home
I feel so alone, I'm dreaming of home
It's carried in the air
The breeze of early morning
I see the land so fair
My heart opens wide
There's sadness inside
I stand where I am
And forever I'm dreaming of home
I feel so alone, I'm dreaming of home
This is no foreign sky
I see no foreign light
But far away am I
From some peaceful land
I'm longing to stand
A hand in my hand
...forever I'm dreaming of home
I feel so alone, I'm dreaming of home"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου